- ψεδυρός
- ψίθυροςwhisperingmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ψεδυρός — και ψέδυρος, ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ψίθυρος». [ΕΤΥΜΟΛ. Συνώνυμος δευτερογενής τ. τού ψίθυρος (βλ. λ. ψιθυρίζω)] … Dictionary of Greek